- αναδακρύζω
- δακρύζω ελαφρά, βουρκώνουν τα μάτια μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + δακρύζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναδακρύζω — υσα, αμτβ., δακρύζω λίγο: Τον είδα που αναδάκρυσε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναδακρυώνω — αναδακρύζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + δακρυώνω] … Dictionary of Greek